πυροκατεχόλη

πυροκατεχόλη
η, Ν
η πυροκατεχίνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πυροκατεχίνη — η, Ν χημ. κυκλική αρωματική οργανική ένωση που εξάγεται από διάφορα δένδρα και χρησιμοποιείται στη βυρσοδεψία, αλλ. πυροκατεχόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. pyrocatechin < pyro (< πυρ) + catechin (πρβλ. κατεχίνες). Η λ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”